- καρέλλι
- το1. ο τροχίσκος τής τροχαλίας ή και ολόκληρη η συσκευή της, καρούλι2. ζωολ. κοινή ονομασία ψαριού που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως θύννος ο βραχύπτερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carello].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.